Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο προσκήνιο
24 Μαΐου 2016 (Τελευταία ενημέρωση στις 15 Αυγούστου 2016)
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Μπορεί να ορίζεται ελαφρώς διαφορετικά από τον κάθε εμπειρογνώμονα, όμως σχεδόν όλοι συμφωνούν ως προς τη σπουδαιότητά της. Για την ΕΚΤ, χρηματοπιστωτική σταθερότητα σημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να αντεπεξέρχεται σε κλυδωνισμούς χωρίς να διαταράσσεται σε σημαντικό βαθμό η λειτουργία του.
Δηλαδή, οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, οι επιχειρήσεις θα εξακολουθούν να πραγματοποιούν και να λαμβάνουν πληρωμές, οι επενδυτές θα μπορούν να συνεχίσουν τις συναλλαγές τους και οι τράπεζες θα μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση η μία από την άλλη ή από την κεντρική τράπεζα.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Σταθερότητα σημαίνει ισορροπία. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί ένα σύνθετο δίκτυο εξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών παραγόντων. Οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενεργούν ως ενδιάμεσοι φορείς, διοχετεύοντας κεφάλαια από όσους επιθυμούν να δανείσουν ή να επενδύσουν σε όσους επιθυμούν να δανειστούν. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως οι αγορές ομολόγων και χρήματος, φέρνουν επίσης σε άμεση επαφή δανειστές και δανειολήπτες. Παράλληλα, τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού τίτλων που συνιστούν κατά κάποιο τρόπο το «ολοκληρωμένο κύκλωμα» των χρηματοπιστωτικών αγορών, διασφαλίζουν την ασφαλή ροή του χρήματος και των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Κίνδυνοι μπορεί να εκδηλωθούν σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικές μορφές. Τυχόν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας προκαλεί υψηλά επίπεδα χρέους στους ιδιοκτήτες κατοικιών και πτώση της αξίας των ακινήτων, ενώ οι τράπεζες που χορήγησαν στεγαστικά δάνεια ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με πελάτες που αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Τυχόν επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές μπορεί να είναι επιζήμια για την οικονομία, για παράδειγμα λόγω μείωσης της ζήτησης αγαθών, οδηγώντας σε απώλεια θέσεων εργασίας στους πληγέντες κλάδους. Θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει απότομες πωλήσεις στις αγορές χρέους, τίτλων και συναλλάγματος, το οποίο στην ουσία δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια, οι κίνδυνοι και οι ευπάθειες που επηρεάζουν έναν οικονομικό φορέα μπορεί να επηρεάσουν πολλούς άλλους, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ισορροπία του συστήματος και να απειλείται συνολικά η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ποιος είναι ο δικός μας ρόλος
Παρακολουθούμε διαρκώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα προκειμένου να εντοπίζουμε έγκαιρα δυνητικούς κινδύνους και ευπάθειες και να αξιολογούμε τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Οι μακροπροληπτικές πολιτικές μπορούν να αποσοβήσουν τέτοιου είδους κινδύνους - σε επίπεδο χώρας, τομέα ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Για παράδειγμα, προκειμένου να αποτρέψουν μια πιθανή «φούσκα» στην αγορά κατοικιών, οι εθνικές αρχές μπορεί να απαιτήσουν από τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ να εφαρμόσουν αυστηρότερα πιστοδοτικά κριτήρια, π.χ. να ζητήσουν από τους πελάτες να καταβάλλουν περισσότερα μετρητά κατά τη σύναψη στεγαστικών δανείων. Η λήψη τέτοιων μέτρων θα πρέπει να γνωστοποιείται στην ΕΚΤ, η οποία μπορεί να διατυπώσει αντιρρήσεις, εφόσον χρειαστεί. Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις τράπεζες να διακρατούν κεφάλαια που να υπερβαίνουν τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά (τα ακριβή επίπεδα ορίζονται από τους κανόνες της ΕΕ) ούτως ώστε να ενισχυθεί η άμυνά τους έναντι πιθανών διαταραχών.
Αν και τα εν λόγω μέτρα επικεντρώνονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο, η νέα λειτουργία τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ παρακολουθεί τις επιμέρους τράπεζες ούτως ώστε ο τραπεζικός τομέας να παραμένει ασφαλής και, εν τέλει, να ενισχύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρώπη.
Διαβάστε περισσότερα: Ένας σύντομος οδηγός για τις μακροπροληπτικές πολιτικές